Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
σικύωνος — ὁ, Α ονομασία λίθου που προερχόταν από περιοχή τής Αρμενίας κοντά στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές … Dictionary of Greek
Αραράτ — (Ararat). Βουνό (5.165 μ.) της ανατολικής Τουρκίας, που υψώνεται ανάμεσα στις κοιλάδες του Αράξη στα Β και του Ζανγκμάρ στα Ν, κοντά στα σύνορα με τη Δημοκρατία της Αρμενίας. H τουρκική ονομασία του είναι Άγκρι Νταγκ Μπουγιούκ (Αgri Dagi Bϋyϋk),… … Dictionary of Greek
Καρά-Νταγκ — (Kara Dag). Ονομασία (στα τουρκικά σημαίνει Μαύρο Βουνό) βουνών σε διάφορες περιοχές. 1. Ορεινός όγκος (577 μ.) στην Κριμαία της Ουκρανίας, στην ακτή της Μαύρης θάλασσας. Αποτελείται από οροσειρές και κορυφές με πρωτότυπα σχήματα, που… … Dictionary of Greek
Καύκασος — (ρωσ. Kafkaz, αγγλ. Caucasus). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή: Ελμπρούζ, 5.642 μ.) στο απώτατο τμήμα της νοτιοανατολικής Ρωσίας, το οποίο παλαιότερα θεωρείτο το φυσικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σήμερα όμως κατατάσσεται αποκλειστικά στην… … Dictionary of Greek
Ταλύς όρη — Όρη στα ΝΑ του Καυκάσου, στο Αζερμπαϊτζάν. Αποτελούν συνέχεια του Μικρού Καυκάσου, από τον οποίο χωρίζονται με τον κάτω ρου του ποταμού Αράξη. Είναι σύστημα 3 οροσειρών, της κύριας υδροκριτικής κορυφογραμμής, του Πεστασάρ και του Μπουροβάρ … Dictionary of Greek